- απριλιάτικος
- -η, -οαυτός που ανήκει, που αναφέρεται ή γίνεται τον Απρίλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απριλιάτικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με τον Απρίλη: Είχαμε και μια απριλιάτικη βροχή που βοήθησε πολύ τα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)